- επιγραμματίζω
- μετ.1) сочинять эпиграммы; 2) лаконично и метко характеризовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιγραμματίζω — (AM ἐπιγραμματίζω) [επίγραμμα] συνθέτω επίγραμμα νεοελλ. χαρακτηρίζω με τρόπο επιγραμματικό … Dictionary of Greek
επιγραμματικός — ή, ό [επιγραμματίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επίγραμμα («επιγραμματική ποίηση») 2. αυτός που διατυπώνεται ως επίγραμμα, σύντομα και εύστοχα … Dictionary of Greek
επιγραμματιστής — ο (AM ἐπιγραμματιστής) [επιγραμματίζω] νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζει με τρόπο επιγραμματικό αρχ. επιγραμματοποιός … Dictionary of Greek